- Χθονίους
- Χθόνιοςinmasc acc plΧθονίοςmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χθονίους — χθόνιος in masc acc pl χθόνιος in masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CHTHONIA — Ceres dicta, quasi terrestris, seu terrena, quamquam Pausan. auctor est, l. 1. eam cognomen hoc sortitam a Chthoniâ quadam puellâ Argivâ, quod post ambustum patrem a Dea in Hermionem oppid. ducta, ibi templum ei consecraverit, Chthoniamque Deam a … Hofmann J. Lexicon universale
DYNAMERI — apud Fulgent. l. de Continentia Virgiliana; Nec illa quae Dardanus in Dynameris, aut Battiades in Paredris, aut Campester in Parabolicis Infernalibusque cecinêrunt: primi sunt ex tribus Μαντικῶν Spirituum seu Daemonum, quos ille facit, gradibus.… … Hofmann J. Lexicon universale
SOMNIA — e Tellure nasci credita olim, χθὼν μῆτερ ὀνείρων, ô Tellus, mater Somniorum! Eurip. cuius rationem hanc reddit Scholiastes, εν μὲν τῆς γῆς αἱ τροφαι, εν δὲ τȏυ τροφῶν οἱ ὕπνοι, εν δὲ τȏυ ὕπνων οἱ ὄνειροι, E terra cibi, e cibis somni, e somnis… … Hofmann J. Lexicon universale
αγνίζω — ἁγνίζω (Α) 1. κάνω κάτι αγνό, καθαρό, εξαγνίζω, αποκαθαίρω 2. θυσιάζω 3. «ἁγνίζειν τὸν θανόντα» καίω τον νεκρό και τόν κάνω καθαρό και ευπρόσδεκτο στους χθόνιους θεούς 4. κατακαίω, καταστρέφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγνός. ΠΑΡ. αρχ. ἅγνισμα, ἁγνισμός,… … Dictionary of Greek
καταχθονίζω — (Α) [καταχθόνιος] επιγρ. αφιερώνω στους χθόνιους θεούς … Dictionary of Greek
μελίκρατος — μελίκρατος, ιων.τ. μελίκρητος, ον (ΑM) αυτός που είναι αναμεμιγμένος με μέλι 2. μτφ. (για πρόσωπα) γλυκός, γλυκομίλητος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελίκρατον ποτό που ήταν μίγμα από μέλι και νερό, υδρόμελι αρχ. το ουδ. ως ουσ. υδαρής ύλη που ήταν… … Dictionary of Greek
χθονήρης — ήρες, Α (κατά τον Ησύχ.) «χθονήρεις χθόνιους». [ΕΤΥΜΟΛ. < χθών, χθονός + κατάλ. ήρης* (Ι), πρβλ. κλιν ήρης] … Dictionary of Greek
ύπατος — Ρωμαϊκό αξίωμα. Βλ. λ. υπατεία. * * * (I) η, ο / ὕπατος, άτη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. υπέρτατος, ύψιστος, ανώτατος, μέγιστος (α. «ανήλθε στο ύπατο αξίωμα τής χώρας» β. «θεῶν ὕπατος», Ομ. Ιλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο ύπατος·βλ. ύπατος (II) νεοελλ.… … Dictionary of Greek